- κασσιτερωτής
- οο τεχνίτης που επικαλύπτει μαγειρικά σκεύη ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα με κασσίτερο, γανωτής, γανωματής, γανωντζής, καλαϊτζής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.